κλυστηρίζω

κλυστηρίζω
κλυστηρίζω (Α) [κλυστήρ]
εισάγω σε σωματική κοιλότητα υγρό με τον κλυστήρα για να τήν καθαρίσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”